- αμαίευτος
- ος , ον1) совершаемый без акушерки, без повивальной бабки (о родах); 2) перен. естественный, логически вытекающий (о выводе, заключении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαίευτος — η, ο (Μ ἀμαίευτος, ον) [μαιεύομαι] νεοελλ. αυτός που δεν εκμαιεύθηκε, δεν αποσπάστηκε με έντεχνη προσπάθεια μσν. 1. (για τοκετούς) αυτός που δεν χρειάστηκε την επέμβαση μαίας 2. (για γυναίκες) αυτή που ακόμη δεν χρειάστηκε μαμμή, που δεν γέννησε … Dictionary of Greek
ἀμαιεύτοιο — ἀμαίευτος not yet delivered masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαιεύτων — ἀμαίευτος not yet delivered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαιεύτῳ — ἀμαίευτος not yet delivered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)